- ντεσέν
- τοάκλ. σχέδιο, ιδίως υφάσματος («αυτό το φόρεμα έχει πρωτότυπο ντεσέν»).[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. dessin «σχέδιο» < ρ. dessiner «σχεδιάζω» < λατ. designo «σημειώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βαν Ντέσμπουργκ, Τέο — (Theo Van Doesburg, Ουτρέχτη 1883 – Νταβός 1931). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ολλανδού αρχιτέκτονα, ποιητή και ζωγράφου Κρίστιαν Κέπερ (Christian Kuepper). Το 1917, μαζί με τον ζωγράφο Μοντριάν και τον αρχιτέκτονα Ουντ ίδρυσε την ομάδα Ντε Στιλ… … Dictionary of Greek
ντανταϊσμός ή νταντά — Πρωτοποριακό λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε ως ανταρσία εναντίον των πολιτιστικών και κοινωνικών συμβατικοτήτων και –λιγότερο ή περισσότερο κατηγορηματικά– εναντίον του πολέμου. Ο γαλλικός όρος dada παρμένος από την παιδική… … Dictionary of Greek
πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… … Dictionary of Greek